ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… … Dictionary of Greek
σχιζογονικός — ή, ό, Ν βιολ. ο σχετικός με τη σχίζογονία … Dictionary of Greek
σχιζοζωΐδιο — το, Ν βιολ. το στάδιο τού κύκλου ζωής τών παρασιτικών σποροζώων πρωτοζώων, το οποίο παράγεται κατά την σχιζογονία … Dictionary of Greek
τεταρταίος — α, ο / τεταρταῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῑον ρῑγος», πάπ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος (στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που… … Dictionary of Greek
αιμοπρωτεύς — (haemoproteus). Αντιπροσωπευτικός τύπος της οικογένειας των αιμοπρωτεϊδών. Η ανάπτυξη και ο πολλαπλασιασμός του γίνεται είτε με σπορογονία μέσα στο σώμα ξενιστών (διάφορα είδη κουνουπιών, που απομυζούν αίμα) είτε με σχιζογονία στο ενδοθήλιο των… … Dictionary of Greek