σχιζογονία

σχιζογονία
η, Ν
βιολ. διαδικασία χαρακτηριστική τής μονογονικής αναπαραγωγής τών σποροζώων και μερικών άλλων πρωτoζώων, η οποία συνίσταται σε πολλαπλασιασμό με πολλαπλή κατάτμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizogony < νεολατ. schizogonia < σχίζω + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …   Dictionary of Greek

  • σχιζογονικός — ή, ό, Ν βιολ. ο σχετικός με τη σχίζογονία …   Dictionary of Greek

  • σχιζοζωΐδιο — το, Ν βιολ. το στάδιο τού κύκλου ζωής τών παρασιτικών σποροζώων πρωτοζώων, το οποίο παράγεται κατά την σχιζογονία …   Dictionary of Greek

  • τεταρταίος — α, ο / τεταρταῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῑον ρῑγος», πάπ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος (στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που… …   Dictionary of Greek

  • αιμοπρωτεύς — (haemoproteus). Αντιπροσωπευτικός τύπος της οικογένειας των αιμοπρωτεϊδών. Η ανάπτυξη και ο πολλαπλασιασμός του γίνεται είτε με σπορογονία μέσα στο σώμα ξενιστών (διάφορα είδη κουνουπιών, που απομυζούν αίμα) είτε με σχιζογονία στο ενδοθήλιο των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”